Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευάφιον — εὐάφιον, τό (Α) [ευαφής] φάρμακο που θεραπεύει με ελαφρά εξωτερική επάλειψη, η αλοιφή … Dictionary of Greek
εὐαφίου — εὐάφιον mild ointment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)